-
1 ἀλκά
ἀλκά (-ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν; -αί)a valour, courageI sing., τόνδ' ἀνέρα ὁρῶντ ἀλκάν i. e. with courage in his gaze O. 9.111τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ O. 10.100
αἰδεσθέντες ἀλκάν P. 4.173
“ γεύεται δ' ἀλκᾶς ἀπειράντου” P. 9.35ὦ Τιμόδημε, σὲ δἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
met., ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει (construe with τρέφει or καρτερώτατον v. von der Mühll, M. H., 1954, 52.) O. 1.112 c. gen., δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν courage, strength against N. 7.96II pl., valiant actionsταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.12
]ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι[ ( ἀλκᾷ Theon ap. Σ.) Pae. 2.37b fightτὰ δὲ καί ποτἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων ἐδόκησαν O. 13.55
c in periphrasis, c. gen., valorous...καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.38
ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ I. 4.35
d frag. ]ἀλκὰν Ἀχελωίου κρανίον τοῦτο ζάθε[ον Pae. 21.9
]εν ἀλκὰνεοις φιλ[ ?fr. 348a. -
2 αἰδέομαι
Aαἰδεῖο Il.24.503
, Od.9.269; part.αἰδόμενος Hom.
and Trag. (lyr.); imper.αἴδεο Il.21.74
: [tense] impf. , etc.,αἰδέοντο Pi.P.9.41
, poet.αἴδετο Il.21.468
, APl.4.106: [tense] fut.αἰδέσομαι Il.22.124
, [dialect] Att., [dialect] Ep.αἰδέσσομαι Od.14.388
;αἰδεσθήσομαι D.C.45.44
, Gal.1.62, ([etym.] ἐπ-) E.IA 900: [tense] aor. [voice] Med. ᾐδεσάμην, [dialect] Ep.αἰδ- Od.21.28
, [dialect] Att. (v. sub fin.), [dialect] Ep. imper.αἴδεσσαι Il.9.640
; [tense] aor. [voice] Pass.ᾐδέσθην Hom.
, etc., and in Prose, [dialect] Ep.[ per.] 3pl.αἴδεσθεν Il.7.93
: [tense] pf. ᾔδεσμαι (v. sub fin.): [voice] Act. only in καταἰδέω, q.v.:— to be ashamed, c. inf., ; ;αἰ. γὰρ γυμνοῦσθαι Od.6.221
: less freq. c. part., , cf. Plu.Aem.35: c. dat.,μὴ αἰδοῦ τῷ εὐκόλῳ Philostr.Ep. 19
: abs., αἰδεσθείς from a sense of shame, Il.17.95.2 mostly c. acc., stand in awe of, fear, esp. in moral sense,αἰδεῖο θεούς Il.24.503
, Od.9.269;Τρῶας Il.6.442
, cf. Od.2.65, etc.; ἀλλήλους αἰδεῖσθε show a sense of regard one for another, Il.5.530;οὐδὲ θεῶν ὄπιν αἰδέσατο Od.21.28
; αἴδεσσαι μέλαθρον respect the house, Il.9.640; freq. of respect for suppliants, Il.22.124, cf. Hdt.7.141; ;S.
Aj. 1356;τόνδ' ὅρκον αἰδεσθείς Id.OT 647
, cf. 1426:—in Pi. P.4.173 αἰδεσθέντες ἀλκάν regarding their reputation for valour, i.e. from self-respect, cf.ἑωυτὸν μάλιστα αἰδεῖσθαι Democr.264
: abs., τὸ αἰδεῖσθαι self-respect, Id.179; in Prose,,Δία αἰδεσθέντες Hdt.9.7
. ά; φοβοῦμαί γε.. τοὺς μοχθηρούς ([etym.] οὐ γὰρ δήποτε εἴποιμ' ἂν ὥς γε αἰδοῦμαι) Pl.Lg. 886a, cf. Euthphr. 12b,Phdr. 254e; laterαἰ. ἐπί τινι D.H.6.92
; ὑπὲρ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως have compassion upon, show mercy, Plu. Cim.2.II respect another's misfortune, feel regard for him,μηδέ τί μ' αἰδόμενος.. μηδ' ἐλεαίρων Od.3.96
(cf. 1.2);αἰ. τὴν τῶν μηδὲν ἀδικούντων εὐσέβειαν Antipho 2.4.11
; esp.2 as [dialect] Att. law-term, to be reconciled to a person, of kinsmen who allow a homicide to return from exile, Lex ap.D.43.57;ἐὰν ἑλών τις ἀκουσίου φόνου.. αἰδέσηται καὶ ἀφῇ D.37.59
, cf.38.22;αἰδούμενος Pl.Lg. 877a
;ᾐδεσμένος D.23.77
.3 of the homicide, obtain forgiveness, D.23.72 codd. [suff] αἰδ-έσιμος, ον, exciting shame or respect, venerable, M.Ant.1.9 ([comp] Sup.), Aristid.2.99J. ([comp] Sup.), Hierocl. in CA13p.448M. ([comp] Comp.): c. dat., Aristid.Or.37(2).6; as honorary title, PFlor.15.6 (vi A. D.); τοῦ προσώπου τὸ αἰ. Luc.Nigr.26; holy, Paus.3.5.6. Adv. - μως reverently, Ael.NA2.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰδέομαι
-
3 ἈΛΚή
ἈΛΚή, ἡ, Hom. dat. ἀλκί, Aeolisch, immer ἀλκὶ πεποιϑώς Versende, Iliad. 5, 299. 13, 471. 17, 61. 728. 18, 158 Od. 6, 130, ἀλκῖ Od. 24, 509; – a) Stärke, Körperkraft, Od. 9, 214. 514 μεγάλην ἐπιειμένον ἀλκήν, 17, 315 ταχυτῆτα καὶ ἀλκήν, Iliad. 19, 161 πάσασϑαι σίτου καὶ οἴνοιο· τὸ γὰρ μένος ἐστὶ καὶ ἀλκή, 17, 212 πλῆσϑεν δ' ἄρα οἱ μέλε' ἐντὸς ἀλκῆς καὶ σϑένεος, 13. 330 φλογὶ εἴκελον ἀλκήν. 17, 281 συῒ εἴκελος ἀλκήν, 13, 786 ἀλκῆς δευήσεσϑαι, 6, 265 μή μ' ἀπογυιώσῃς, μένεος δ' ἀλκῆς τε λάϑωμαι, Od. 22, 237 σϑένεός τε καὶ ἀλκῆς πειρήτιζεν; – Pind. χερός Ol. 11, 105, γεύεται ἀλκᾶς ἀπειράντου P. 9, 36; Tragg., ἀλκῇ πεποιϑώς Aesch. Ch. 234; τρισώματος ἀλκή Eur. Ion 204 ch., von der Chimära. – b) geistige Stärke. Müth, Herzhaftigkeit, Iliad. 20, 381 φρεσὶν εἱμένος ἀλκήν, 17. 499 ἀλκῆς καὶ σϑένεος πλῆτο φρένας, 16, 157 τοῖσίν τε περὶ φρεσὶν ἄσπετος ἀλκή, 3, 45 οὐκ ἔστι βίη φρεσίν, οὐδέ τις ἀλκή, 4, 245 οὐδ' ἄρα τίς σφι μετὰ φρεσὶ γίγνεται ἀλκή, 16, 753 ἑή τέ μιν ὤλεσεν ἀλκή, Od. 24, 509 ἀλκῇ τ' ἠνορέῃ τε κεκάσμεϑα; übrigens ist Muth u. Körperkraft bei Hom. nicht strenge geschieden, so daß man bei φρεσὶν εἱμένος ἀλκήν auch an den Körper, bei πλῆσϑεν μέλεα ἀλκῆς auch an den Geist denken muß, ἐκ τοῦ παρεπομένου; – Pind. φρενῶν ἀλκή N. 3, 39, wo Böckh ἀκμή lies't; Tyrt. 3, 9; αἰδεσϑέντες ἀλκάν, Muth ehrend, muthig, Pind. P. 4, 173; τίς ἀλκὴτὸνϑανόντ'ἐπικτανεῖν, was gehört dazu für Muth, Soph. Ant. 1017; u. in Prosa, Thuc. 6, 34; Xen. Hell. 4, 8, 18, Sp. – c) Abwehr, Schutzwehr, Beistand, Vertheidigung; Angriff, insofern er zur Vertheidigung dient; Iliad. 4, 234 μή πώ τι μεϑίετε ϑούριδος άλκῆς, 418 καὶ νῶι μεδώμεϑα ϑούριδος ἀλκῆς, 8, 174 μνήσασϑε δὲ ϑούριδος ἀλκῆς, 11, 313 λελάσμεϑα ϑούριδος ἀλκῆς, 15, 527 εὖ εἰδότα ϑούριδος ἀλκῆς, Od. 2, 61 λευγαλέοι τ' ἐσόμεσϑα καὶ οὐ δεδαηκότες ἀλκήν, Iliad. 7, 164 ϑοῦριν ἐπιειμένοι ἀλκήν, 9, 231 εἰ μὴ σύ γε δύσεαι ἀλκήν, 15, 250 ἔπαυσε δὲ ϑούριδος ἀλκῆς, 17, 181 ἦ τινὰ καὶ Δαναῶν ἀλκῆς, μάλα περ μεμαῶτα, σχήσω ἀμυνέμεναι περὶ Πατρόκλοιο ϑανόντος, 21, 578 καὶ περὶ δουρὶ πεπαρμένη οὐκ ἀπολήγει ἀλκῆς, 15, 490 ῥεῖα δ' ἀρίγνωτος Διὸς ἀνδράσι γίγνεται ἀλκή, 8, 140 ἦ οὐ γιγνώσκεις ὅ τοι ἐκ Διὸς οὐχ ἕπετ' ἀλκή, 13, 48 ἀλκῆς μνησαμένω, μηδὲ κρυεροῖο φόβοιο, 21, 528 κλονέοντο πεφυζότες, οὐδέ τις ἀλκὴ γίγνετο, Od. 22, 305 οὐδέ τις ἀλκὴ γίγνεται οὐδὲ φυγή, 12, 120 οὐδέ τις ἔστ' ἀλκή· φυγέειν κάρτιστον ἀπ' αὐτῆς, Iliad. 17, 42 ἀλλ' οὐ μὰν ἔτι δηρὸν ἀπείρητος πόνος ἔσται οὐδέ τ' ἀδήριτος, ἤτ' ἀλκῆς ἤτε φόβοιο, 5, 532 φευγόντων δ' οὔτ' ἂρ κλέος ὄρνυται οὔτε τις ἀλκή; – κακοῦ, gegen das Uebel, Hes. O-199; Theogn. 876; ἀμαχανιᾶν Pind. N. 7, 96; öfter bei Tragg., πόλεως ὑπερέχ ειν ἀλκάν Aesch. Spt. 197, die Stadt schirmen; βελέων ἀλκή, der Pfeile Schutz, Soph. Phil. 1136; ἀλκὴ κἀνακούφισις κακῶν O-R. 218 vgl. 42. 189; ὥς σοι γειτόνων ἀλκὴν τιϑῇ, dich gegen die Nachbarn schütze, O. C. 1521; aber 460 ἀλκὴν ποιεῖσϑαί τινος Jemand vertheidigen; ἀλκήν τιν' εὑρεῖν κακῶν Eur. Andr. 28. – d) Schlacht, Kampf, Tragg., Aesch. Spt. 480. 551. 859; ἀλκὴν συνῆψαν EUR. SUPPL. 705; εἰς ἀλκὴν ἔστρεφον, ἐλϑεῖν, ibd. 700 Phoen. 435; πρὸς ἀλκὴν τρέπεσϑαι, steh zur Wehr setzen, Her. 3, 78. 9, 102; Plut. Arist. 18 Arat. 32 u. öfter; εἰς ἀλκὴν τρέπεσϑαι Thuc. 2, 84; Arr. 3, 24, 2. – In Prosa brauchen es bes. die Sp.; sehr häufig Plut., auch geradezu für Truppenmacht, Heer, ἡ κατὰ ϑάλασσανἀλκή = ἡ ἀπὸ τῶν νεῶνἀλκή Them. 7 u. 4, ἀλκὴ καὶ δύναμις Alex. 5 Flamin. 7. – Plur. Pind N. 7, 12 Eur. Rhes. 930 u. Sp.
-
4 αἰδέομαι
a pay due reverence to aor. pass. pro med., δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες, Ἐννοσίδα γένος, αἰδεσθέντες ἀλκάν obeying their innate valour. P. 4.173b feel ashamed, hesitate c. inf., “ἐν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ, ἀμφανδὸν ἁδείας τυχεῖν τὸ πρῶτον εὐνᾶς” P. 9.41αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον N. 5.14
-
5 Πύλος
Πῠλος city of Messenia (P. 6.35) founded by Neleus. ἐπεὶ ἀντίον τῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν, ἁνίκ' ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν; O. 9.31 δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες, Ἐννοσίδα γένος, αἰδεσθέντες ἀλκάν, ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ ἄκρας Ταινάρου (sc. ἦλθον: i. e. Periklymenos and Euphamos: Νηλέως γὰρ ὁ Περικλύμενος, ὁ δὲ Νηλεὺς Ποσειδῶνος υἱός Σ.) P. 4.174 μαντήιον· τῷ Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε (sc. Ἀπόλλων: ἀπὸ τῆς Πύλου τὴν Μεσσήνην σημαίνει. τριμερὴς δὲ ἡ τῶν Ἡρακλειδῶν διαίρεσις· οἱ μὲν γὰρ Ἀριστοδήμου παῖδες ἔσχον τὴν Λακωνικήν, ὁ δὲ Τήμενος τὸ Ἄργος, ὁ δὲ Κρεσφόντης τὴν Μεσσήνην Σ.) P. 5.70
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий